- λιθόκολλα
- η (Α λιθόκολλα)νεοελλ.ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθωναρχ.μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθοκόλλα — λιθοκόλλᾱ , λιθόκολλα cement fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόκολλα — cement fem nom/voc sg λιθόκολλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοκόλλης — λιθόκολλα cement fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POCULUMGemmatum — crebro occurrit apud Veteres. Nempe pocula aurea maxime olim gemmis insigniebantur, hinc Λιθόκολλα et λνθοκόλλητα dicta. Menander. Κρυςοῦν ἐπόριςθς, ἔιθε λιθοκόλλητον ἦν, Καλὸν γὰρ ἧν. Item διάλιθα, Latine Gemmata potula; a quibus Gemmea probe… … Hofmann J. Lexicon universale
λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… … Dictionary of Greek
litocola — (del gr. «lithokólla») f. Cemento hecho con polvos de mármol, pez y claras de huevo, empleado para pegar las *piedras. * * * litocola. (Del gr. λιθοκόλλα). f. Pasta que se hacía con polvos de mármol, pez y claras de huevo, y se usaba para pegar… … Enciclopedia Universal
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
litocola — (Del gr. λιθοκόλλα). f. Pasta que se hacía con polvos de mármol, pez y claras de huevo, y se usaba para pegar las piedras … Diccionario de la lengua española